- πάσχουσα
- πάσχωhavepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασχούσας — πασχούσᾱς , πάσχω have pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πασχούσᾱς , πάσχω have pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχουσ' — πάσχουσα , πάσχω have pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πάσχουσι , πάσχω have pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πάσχουσι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πάσχουσαι , πάσχω have… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Μουνκ, Κάι — (Kaj Munk, Μαρίμπο 1898 – Χερμπιλούντε, Σίλκερμποργκ 1944). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δανού συγγραφέα Κάι Χάραλντ Λάινινγκερ Πέτερσον (Kaj Harald Leininger Peterson). Διαμαρτυρόμενος πάστορας σε μια μικρή ενορία της Γιουτλάνδης, ο Μ. – ως… … Dictionary of Greek